Ο λέων της Αμφιπόλεως. Ένα απ τα σημαντικά μνημεία που διασώθηκαν και το μοναδικό που αναστηλώθηκε κοντά στη παλιά θέση του. Ένα επιτάφιο μνημείο του 4ου αιώνα π.Χ. Πιθανόν ανήκει στον Λαομέδοντα, ναύαρχο και πιστό σύντροφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Έχει ύψος 5,30 μ. και εικονίζεται καθιστό στα πίσω πόδια, κοιτάζοντας περήφανο, επιβλητικό κι ακίνητο, ίσια πάνω απ’ τα θολά νερά κατά τη βουβή πόλη. Απ’ το μισάνοιχτό του στόμα σα να βγαίνει ακατάπαυστα ένας βρυχηθμός βαθύς κι απόκοσμος, σκοτεινό προμήνυμα του αινιγματικού σκοπού του.
Πρώτη φορά έγινε γνωστή η ύπαρξη του ευρήματος στην Αθήνα από μια αναφορά της 7ης μεραρχίας του ελληνικού στρατού το 1912. Κατά το μήνα Αύγουστο 1916, Άγγλοι στρατιώτες της 8ης ταξιαρχίας της 27ης μεραρχίας του 16ου αγγλικού σώματος στρατού, που κατασκεύαζαν οχυρωματικά έργα στη γέφυρα της Αμφίπολης, βρήκαν τα μαρμάρινα κομμάτια του λιονταριού και προσπάθησαν να τα μεταφέρουν ως τη θάλασσα για να τα φυγαδεύσουν στην Αγγλία. Μα η απόπειρά τους ματαιώθηκε από τους Βουλγάρους, που μόλις είχαν καταλάβει το Παγγαίο, και άρχισαν να τους βομβαρδίζουν.
Πότε ακριβώς στήθηκε το μνημείο, από ποιόν και για τι σκοπό, δεν ξέρουμε. Κατά τον καθηγητή Αρβανιτόπουλο, στήθηκε απ’ τον Άγνωνα με υπόδειξη του φίλου του Περικλή, για να θυμίζει τους 10.000 νεκρούς που έπεσαν στη μάχη του Δραβήσκου για το μεγαλείο της Αθήνας. Είναι δηλ. επιτύμβιο “πολυάνδρειον” όπως και το λιοντάρι της Χαιρώνειας. Ο αρχαιολόγος Λαζαρίδης υποθέτει ότι είναι ταφικό έργο του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ. και ιδρύθηκε προς τιμήν του ναυάρχου του Μ. Αλεξάνδρου Λεωσθένους από τη Μυτιλήνη.
Το πρόσωπο του λιονταριού, που υπήρξε ανέκαθεν ιερό σύμβολο των Μακεδόνων, θα ήταν στραμμένο ασφαλώς κατά την πόλη προς πέρα, εκφράζοντας έτσι πληρέστερα το σκοπό και το μεγαλείο της.
Το μνημείο όντας παρόχθιο, έπεσε εξ’ αιτίας διάβρωσης της βάσης του ή από σεισμό, φυλάγοντας ζηλότυπα το μυστικό του, ένα μυστικό που γεμίζει απορίες τους ερευνητές.